- διαβρέκτες
- Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα, το καθαρό νερό αφρίζει μόνο μετά από έντονη και συνεχή ανατάραξη, ενώ αν περιέχει μικρή ποσότητα δ. αφρίζει εύκολα και σχηματίζει αρκετά σταθερές φυσαλίδες, που σπάζουν αργά. Ένα υγρό που έχει μικρή επιφανειακή τάση απλώνεται εύκολα πάνω στα στερεά σώματα, διεισδύει σε λεπτές χαραμάδες, περιβάλλει αδιάλυτους κόκκους και, γενικά, διαβρέχει πιο αποτελεσματικά μεγαλύτερες επιφάνειες. Το μόριο ενός δ. αποτελείται από τμήματα με διαφορετικές ιδιότητες. Έτσι, ένα τμήμα του μορίου μπορεί να είναι διαλυτό στο νερό (υδρόφιλο, πολικό τμήμα) και να έχει την τάση να στρέφεται προς αυτό, ενώ το άλλο να μην είναι διαλυτό (υδρόφοβο, μη πολικό τμήμα) και να τείνει να αποφεύγει το νερό. Επειδή μόνο στο πολύ λεπτό επιφανειακό υμένιο είναι δυνατόν ένα μόριο να είναι εν μέρει βυθισμένο στο νερό, ενώ το υπόλοιπο να μένει έξω από αυτό, γι’ αυτό οι δ. συγκεντρώνονται στην επιφάνεια ενός υγρού ή στη διαχωριστική επιφάνεια δύο συστημάτων. Οι δ. επιταχύνουν τον σχηματισμό γαλακτωμάτων και γι’ αυτό ονομάζονται και γαλακτωματοποιητές. Τα μόρια πολλών ουσιών που παράγονται από τους ζωντανούς οργανισμούς δρουν ως δ. Για παράδειγμα, τα άλατα των χολικών οξέων προκαλούν τη γαλακτωματοποίηση των λιπών στα έντερα, ενώ ενεργοποιούν και τις λιπάσες, διευκολύνοντας την πέψη και την απορρόφηση των λιπών. Οι πρωτεΐνες, όπως και τα φωσφολιπίδια, είναι δ. Η ομογενοποίηση του γάλακτος οφείλεται στη σταθεροποίηση των λεπτών σφαιριδίων βουτύρου από τα μόρια πρωτεΐνης που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια των σφαιριδίων. Άλλα παραδείγματα δ. είναι τα συνθετικά απορρυπαντικά και τα φυσικά σαπούνια. Οι δ. ονομάζονται, επίσης, και επιφανειακά ενεργές ουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.